Ζαχαρίας Παπαντωνίου
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου γεννήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου 1877 και πέθανε ξαφνικά, την 1η Φεβρουαρίου 1940, μέσα στο τραμ από συγκοπή καρδιάς, καθώς πήγαινε σε συνεδρίαση της Ακαδημίας Αθηνών.
Ο πατέρας του, Λάμπρος Παπαντωνίου, υπηρετούσε ως δάσκαλος στη Γρανίτσα. Όταν ήρθε η ώρα να γεννηθεί ο Ζαχαρίας, η μητέρα του πήγε στο Καρπενήσι για να βρίσκεται κοντά στους γιατρούς την ώρα του τοκετού. Μετά τη γέννα, η μητέρα με το νεογέννητο, επέστρεψαν αμέσως στη Γρανίτσα. Εκεί ο Ζαχαρίας έμαθε τα πρώτα του Γράμματα. Το 1890 όλη η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ο Ζαχαρίας τέλειωσε το Γυμνάσιο και στη συνέχεια γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή, χωρίς να αποφοιτήσει. Εγκατέλειψε την Ιατρική αρχικά για να ακολουθήσει μαθήματα ζωγραφικής και στη συνέχεια να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία. Συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες και περιοδικά. Από το 1912 ως το 1916 διετέλεσε Νομάρχης, στη Ζάκυνθο, στις Κυκλάδες, στην Καλαμάτα και στη Σπάρτη. Ήταν βενιζελικών φρονημάτων γι’ αυτό και αντέδρασε στον αφορισμό κατά του Βενιζέλου το 1916. Η πρωτοβουλία του, βέβαια, αυτή του στοίχισε τη θέση του. Στη συνέχεια εισήχθη σε δίκη, στην οποία και απαλλάχτηκε.
Έκανε την πρώτη του εμφάνιση στα Γράμματα σε ηλικία 21 ετών, εκδίδοντας τα «Πολεμικά τραγούδια» (1898). Στη συνέχεια καλλιέργησε όλα τα είδη του λόγου: Έγραψε μεταξύ άλλων: «Τα Ψηλά Βουνά» (1918), «Χελιδόνια» (1920), «Πεζοί ρυθμοί» (1923), «Διηγήματα» (1927), «Ο όρκος του πεθαμένου» (1929), «Νεοελληνικά Αναγνώσματα» (1931), «Θεία Δώρα» (1931), «Ο Όθων» (ιστορικό δοκίμιο) (1934), «Άγιον Όρος» (οδοιπορικό δοκίμιο) (1934), «Βυζαντινός όρθρος» (Διηγήματα) (1936), «Η Θυσία» (1937).
Διετέλεσε, επίσης, Καθηγητής στην Ανώτατη Σχολής Καλών Τεχνών και Διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης. Κατά τη θητεία του στην Εθνική Πινακοθήκη υπήρξε ιδιαίτερα δραστήριος και φρόντισε τον εμπλουτισμό της με έργα πολλών Ελλήνων ζωγράφων και χαρακτών. Το 1932 του απονεμήθηκε το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών για την προσφορά του στα Γράμματα και το 1938 εκλέχτηκε Ακαδημαϊκός. Κατά την εκλογή του, μάλιστα, ως Ακαδημαϊκού εκφώνησε τον εναρκτήριο λόγο του για τον Θεοτοκόπουλο στη δημοτική γλώσσα. Και ήταν η πρώτη φορά που ακούστηκε στην Ακαδημία η δημοτική γλώσσα.
Σ’ αυτή τη σύντομη αναφορά μας στον Ζαχαρία Παπαντωνίου δε θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε ιδιαίτερα στο έργο του «Τα Ψηλά Βουνά», σ’ αυτό το διαμάντι των αναγνωστικών του δημοτικού σχολείου. Το βιβλίο πρωτοτυπώθηκε το 1918, για την Τρίτη τάξη του δημοτικού, στα πλαίσια της Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης του Ελευθερίου Βενιζέλου την περίοδο 1917-18. Το περιεχόμενο, η απλότητα της δομής και η ρέουσα δημοτική αφηγηματική γλώσσα το έκαναν ιδιαίτερα συναρπαστικό και εξαιρετικά δημοφιλές τόσο στους εκπαιδευτικούς όσο και στους μαθητές. Με το περιεχόμενο και τη δομή του τάραξε τα λιμνάζοντα νερά στον εκπαιδευτικό χώρο και αποτέλεσε τη φωτεινή εξαίρεση για τα διδακτικά βιβλία της εποχής εκείνης. Δικαίως ο Στέλιος Σπεράντζας είχε πει για «Τα Ψηλά Βουνά» πως «είναι από τα βιβλία που ξυπνούν τους λαούς και τους κάνουν μεγάλους». Παρόλα αυτά, το βιβλίο αυτό, μετά την ήττα του Ε. Βενιζέλου στις εκλογές του 1920, μία «Επιτροπεία» του Υπουργείου Παιδείας, το χαρακτήρισε «χυδαίο, εγκληματικό, ανήθικο ταπεινό, αγοραίο» και το συγγραφέα του «διαφθορέα της ανθρώπινης ψυχής» και το έριξε στην πυρά.
Οι συντηρητικοί και αντιδραστικοί κύκλοι της εποχής του και οι αδίστακτοι συκοφάντες του εξαπέλυσαν λυσσαλέα επίθεση εναντίον του. Μεταξύ άλλων, τον κατηγόρησαν ακόμη και για αθεΐα, γιατί δεν μπόρεσαν να προσεγγίσουν τη σκέψη του, εξαιτίας του φανατισμού που τους διέκρινε. Όμως ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου ήταν πιστός με το δικό του τρόπο. Δεν ήταν «δεμένος με την αλυσίδα των τύπων», αλλά, όπως έλεγε, εύρισκε ότι «το θείο ήταν πολύ πάνω απ’ αυτή». Χαρακτηριστικοί για τις θρησκευτικές του ιδέες είναι οι εξής στίχοι από το ποίημά του «Πανθεϊστικό ανάκρουσμα»: «Θείο πνεύμα που χύνεσαι ακράτητο εμπρός μου / σ’ ακούω ν’ ανασαίνεις μες το είναι του κόσμου». Οι κατήγοροί του, οι συνήθεις επαγγελματίες της πίστης, δεν είχαν αντιληφθεί ή δεν ήθελαν να αντιληφθούν ότι θρήσκος ή πιστός δεν είναι αυτός που το δηλώνει, αλλ’ αυτός που βιώνει την έννοια του Θεού. Το «ουαί υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί» ταίριαζε απόλυτα στους αναίσχυντους κατηγόρους του.
Αναφερόμενοι στο Ζαχαρία Παπαντωνίου δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε και την έντονη φυσιολατρία του, την αγιάτρευτη νοσταλγία του για τη γενέτειρά του και το φυσικό περιβάλλον της, καθώς και τη βαθύτατη αγάπη του προς τα βουνά και τους κάμπους, για τα οποία και μόνο αξίζει, κατά τον ποιητή, να ζει κανείς. Ιδιαίτερα, ήταν παθιασμένος λάτρης της ρουμελιώτικής φύσης. Αυτός ο άχραντος έρωτάς του προς τη φύση ξεχειλίζει σε μεγάλο μέρος του ποιητικού του έργου. Υπενθυμίζω μερικούς στίχους από το ποίημά του «Ρούμελη»:
Τη μάνα μου τη Ρούμελη ν’ αγνάντευα το λαχταρώ…Ψηλά που με νανούριζες καημένο Καρπενήσι!
Κάμπε αττικέ, με πλάνεψες κι εγώ για τις κορφές πονώ και για τραχιές ανηφοριές σηκώνω το κεφάλι…
Φυλακωμένη πέρδικα που κλαίει γι’ αλαργινό βουνό, δέρνει η ψυχή μου στο κλουβί τα νύχια της κοράλλι.
Η έντονη, επίσης, φυσιολατρία του αποτυπώνεται, με τρόπο λιτό και απόλυτο, και στον τελευταίο στίχο του ποιήματός του «Η προσευχή του ταπεινού», που απευθυνόμενος στον Κύριο γράφει:
Σ’ ευχαριστώ για τα βουνά και για τους κάμπους που είδα.
Εν κατακλείδι, μπορούμε να πούμε ότι o Ζαχαρίας Παπαντωνίου, με το πολύπλευρο, πολυσήμαντο και πρωτοποριακό του έργο πρόσφερε πολλά στα Ελληνικά Γράμματα και στο Έθνος μας. Ωστόσο, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, πνεύμα στοχαστικό, διανοητής, χαρακτήρας ελεύθερος, εθνικά και κοινωνικά ευαίσθητος, σεμνός, ταπεινός, άκρως φυσιολάτρης και άνθρωπος με ανθρωπιά, δέχτηκε λυσσαλέα και ανοίκεια επίθεση από τους γλωσσαμύντορες και τους συντηρητικούς ασπάλακες της εποχής του, γιατί δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν τις ιδέες του και το πρωτοπόρο, ανεξάρτητο και στοχαστικό του πνεύμα, αλλά και να του συγχωρήσουν τη συνέπεια και την παρρησία σε θέματα κοινωνικά και πνευματικά.
Προσωπικά, εκτιμώ πως η άποψη του Παντελή Πρεβελάκη συμπυκνώνει τις αρετές, την προσφορά και την ουσία της ύπαρξης του ποιητή: « Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου υπηρέτησε το ωραίο, το αληθινό και το αγαθό και στάθηκε άξιος της Πατρίδας του».